- αλληλοφάγωμα
- το [αλληλοφαγώνομαι]1. αλληλοσπαραγμός, αλληλοσκοτωμός2. σφοδρή διαμάχη, αμείλικτος ανταγωνισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλοφάγωμα — το, ατος οι φιλονικίες ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες, ο εμφύλιος σπαραγμός: Πριν αρχίσει το αλληλοφάγωμα η χώρα πήγαινε καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] … Dictionary of Greek
αλληλοφαγώνομαι — αλληλοτρώγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φαγώνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοφάγωμα] … Dictionary of Greek